- χελώνιο
- το / χελώνιον, ΝΜΑ [χελώνη]το όστρακο, το προστατευτικό κάλυμμα τής χελώναςνεοελλ.ζωολ. καθένα από τα μέλη τής τάξης χελώνιααρχ.1. το όστρακο τού κάβουρα2. το κυρτό μέρος τής ράχης («νῶτα τοίνυν ὑπ' αὐχένι κείμενατὸ μὲν ἔγκυρτον, χελώνιον ὀνομάζεται, τὰ δὲ ἑκατέρωθεν ὠμοπλατῶν πτερύγια», Πολυδ.)3. τμήμα τού κλειδιού («κλεὶς καὶ χελώνιον», επιγρ.)4. εξάρτημα για την εξαπόλυση τής χορδής τού τόξου5. εξάρτημα μηχανήματος περιστροφής6. εξάρτημα, όγκωμα, στο οποίο στηρίζονταν οι βραχίονες τού καταπέλτη7. τροχός άντλησης αρδευτικής μηχανής8. στον πληθ. τὰ χελώνιαοι μυώνες τής ράχης.
Dictionary of Greek. 2013.